φανερούς

φανερούς
φανερός
visible
masc acc pl
φανερός
visible
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγκυμονώ — ( έω) (AM ἐγκυμονῶ) κυοφορώ νεοελλ. «εγκυμονώ κινδύνους» (για κατάσταση, ενέργεια κ.λπ.) κρύβω κινδύνους (όχι φανερούς στους πολλούς) οι οποίοι θα ξεσπάσουν στην ώρα τους …   Dictionary of Greek

  • ακτουαλισμού, αρχή του- — Όρος της γεωλογίας. Πρώτος την είχε διαβλέψει ο Τζέιμς Χάτον, οριστικά όμως τη διατύπωσε ο Τσαρλς Λάιελ, ο οποίος το 1873 στις Αρχές της Γεωλογίας, έγραφε ότι «οι αλλαγές που έγιναν σε παλιές εποχές και τα αποτελέσματά τους στη μορφολογία της… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρίτερ, Καρλ — (Ritter, Κβέντλινμπουργκ 1779 – Βερολίνο 1859). Γερμανός γεωγράφος. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για τις σχέσεις της επιφάνειας της Γης με τον άνθρωπο και έκανε φανερούς τους κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες σε σχέση με το γεωγραφικό περιβάλλον, γι’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”